ἐσθημάτων

ἐσθημάτων
ἔσθημα
garment
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία …   Dictionary of Greek

  • στημορραγώ — έω, Α (αμτβ.) σχίζομαι σε κομμάτια, γίνομαι κουρέλι («λακίδες ἀμφὶ σώματι στημορραγοῡσι... ἐσθημάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος (η μορφή στημο του πρώτου συνθετικού κατά τα θεματικά ουσ.) + ρραγῶ (< ρραγής < θ. ραγ τού ῥήγνυμι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”